διαπρεπῆ

διαπρεπῆ
διαπρεπής
distinguished
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
διαπρεπής
distinguished
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
διαπρεπής
distinguished
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Σίξτος — Όνομα πέντε παπών της Ρώμης. 1. Σ. ο A’. Καταγόταν από τη Ρώμη. Διαδέχτηκε τον Αλέξανδρο τον A’ το 115 και πιθανολογείται ότι πέθανε με μαρτυρικό θάνατο (125). 2. Σ. ο B’ (257 258). Καταγόταν από την Ελλάδα, διαδέχτηκε το Στέφανο και πέθανε στη… …   Dictionary of Greek

  • Σωφρόνιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’ (1463 1464). Με το όνομα αυτό ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο για ένα μόνο χρόνο ο Σ. Συρόπουλος, Βυζαντινός υπομνηματογράφος > Συρόπουλος, Σίλβεστρος.… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”