στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Σίξτος — Όνομα πέντε παπών της Ρώμης. 1. Σ. ο A’. Καταγόταν από τη Ρώμη. Διαδέχτηκε τον Αλέξανδρο τον A’ το 115 και πιθανολογείται ότι πέθανε με μαρτυρικό θάνατο (125). 2. Σ. ο B’ (257 258). Καταγόταν από την Ελλάδα, διαδέχτηκε το Στέφανο και πέθανε στη… … Dictionary of Greek
Σωφρόνιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’ (1463 1464). Με το όνομα αυτό ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο για ένα μόνο χρόνο ο Σ. Συρόπουλος, Βυζαντινός υπομνηματογράφος > Συρόπουλος, Σίλβεστρος.… … Dictionary of Greek
Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… … Dictionary of Greek